- κνω
- κνῶ, -άω και κναίω και κνήθω (Α)1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.)2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.)3. (ενεργ. και μεσοπαθ.) προκαλώ κνησμό («τοῑς τὰ «ὦτα πτερῷ, κνωμένοις», Λουκιαν.)4. μέσ. κνώμαι, -άομαινιώθω φαγούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Από τις τρεις μορφές τού ρ. κνῶ, κναίω και κνήθω μόνο ο πρώτος συνδέεται με τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, όπως με το λιθουαν. kn(i)ό-tis «ξεφλουδίζομαι» και το αρχ. άνω γερμ. nuoen «γυαλίζω». Το κνήθω είναι προϊόν μεταπλασμού κατά τα λήθω, πλήθω, ενώ η αντιστοιχία τών κνάω / -ῶ, κναίω θυμίζει εκείνη τών ψάω / -ώ: ψαίω, που έχουν μάλιστα την παραπλήσια σημ. «τρίβω, κατατρίβω». Το ρ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *kn- τής ΙΕ ρίζας *ken- «ξύνω, τρίβω», η οποία σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες και με ποικίλες παρεκτάσεις εμφανίζεται σε πολλές λέξεις, όπως στις κνίζω, κνίδη, κνῖσα, κνίψ, κνύω, κνώδαλος, ίσως στο κόνις κ.ά.ΠΑΡ. κνησμόςαρχ.κνήμα, κνησείω, κνήσις, κνηστήρ, κνήστις, κνηστίς, κνηστός, κνήστροναρχ.-μσν.κνήσμα, κνησμονή.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κνησίχρυσος. (Β συνθετικό) ανακνώ, αποκνώ, εκκνώ, επικνώ, κατακνώ, υποκνώ].
Dictionary of Greek. 2013.